Τέτοιες εστίες έκτοπου ιστού μπορούν να αναπτυχθούν πάνω στις ωοθήκες, στην περιτοναϊκή κοιλότητα, στο έντερο, στην ουροδόχο κύστη και θεωρητικά σε πολλούς άλλους ιστούς.
Οι δυο πιο πιθανές εξηγήσεις για την προέλευσή της είναι:
• η θεωρία της ανάδρομης εμμήνου ρύσεως, δηλαδή ότι κατά την έμμηνο ρύση, ιστός ενδομητρίου εναποτίθεται σε διάφορες εστίες (ωοθήκη, περιτοναϊκή κοιλότητα) της πυέλου διασχίζοντας τις σάλπιγγες, αντί να καταλήγει φυσιολογικά στον κόλπο.
• η θεωρία της μεταπλασίας υπολειμματικού εμβρυϊκού ιστού του Muller, δηλαδή της ιστολογικής μεταμόρφωσης υπολειματικού εμβρυϊκού ιστού εκτός μήτρας, σε ενδομήτριο (εν τω βάθει ενδομητρίωση ορθοκολπικού διαφράγματος).
Η ενδομητρίωση δεν είναι μεταδοτικό νόσημα. Η ενδομητρίωση δεν είναι καρκίνος.
Η ενδομητρίωση δεν παρουσιάζει πάντα συμπτώματα, γι’αυτό και δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε την αρχή της εμφάνισής της.
Σε κάθε έμμηνο ρύση, το ανεπτυγμένο από την επιρροή των οιστρογόνων ενδομήτριο, αιμορραγεί. Το ίδιο συμβαίνει και στο έκτοπο ενδομήτριο, δηλαδή στις ενδομητριωσικές εστίες, προκαλώντας με αυτό τον τρόπο μικρή τοπική αιμορραγία και φλεγμονή.
Τα βασικά συμπτώματα της ενδομητρίωσης είναι:
• δυσμηνόρροια (πόνος κατά τη διάρκεια της περιόδου)
• δυσπαρευνία (πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή)
• υπογονιμότητα
Η φαρμακευτική αγωγή (κυρίως με αντισυλληπτικά χάπια) μειώνει την ένταση των συμπτωμάτων, χωρίς να θεραπεύει την ενδομητρίωση.
Η λαπαροσκόπηση είναι η μέθοδος επιλογής τόσο της διάγνωσης όσο και της θεραπείας της ενδομητρίωσης.
Κατά τη διάρκεια της λαπαροσκόπησης, οι εστίες ενδομητρίωσης εξαχνώνονται με LASER, ή καυτηριάζονται, και οι ενδομητριωσικές κύστεις ωοθήκης αφαιρούνται.
Συνήθως ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή με αγωνιστές Gn-RH για 3 εώς 6 μηνες, μετά τη λαπαροσκόπηση, ούτως ώστε να καταπολεμηθούν περαιτέρω οι ενδομητριωσικές εστίες.
Υπάρχει κίνδυνος υποτροπής της ενδομητρίωσης ακόμα και μετά από χειρουργική αντιμετώπιση. Γι’αυτό και οι γυναίκες που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν θα πρέπει να το προσπαθήσουν άμεσα μετά τη θεραπεία της ενδομητρίωσης. Οι γυναίκες που δεν επιθυμούν άμεσα να τεκνοποιήσουν, θα μπορούσαν να λάβουν φαρμακευτική αγωγή (αντισυλληπτικό χάπι, προγεσταγόνα ) για την πρόληψη της υποτροπής της ενδομητρίωσης.