Σε αντίθεση με όλες τις άλλες μεθόδους, η Ετερόλογη Σπερματέγχυση είναι μία μέθοδος κατά την οποία, ένας ανώνυμος δότης σπέρματος συμβάλλει στην εκπλήρωση της επιθυμίας του ζευγαριού να τεκνοποιήσει. Η Ετερόλογη Σπερματέγχυση είναι επίσης γνωστή ως «Δωρεά Σπέρματος», AID (τεχνητή γονιμοποίηση από δότη). Δεδομένου ότι η ανάπτυξη νέων μεθόδων, όπως η μικρογονιμοποίηση (Ενδοωαριακή Έγχυση Σπέρματος),
Εξωσωματική Γονιμοποίηση (IVF) χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ένα ευρέους φάσματος των προβλημάτων γονιμότητας. Για πολλούς, όπως σαλπίγγων παράγοντα ή την ηλικία που σχετίζονται με την υπογονιμότητα μπορεί να είναι η θεραπεία πρώτης γραμμής και για άλλους μπορεί να συνιστάται μόνο εάν απλούστερες θεραπείες αποτυγχάνουν. Αναλυτικά. Κατά την διαδικασία της Εξωσωματικής Γονιμοποίησης και μετά από έναν αριθμό
Μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους της αύξησης των περιπτώσεων υπογονιμότητας στις μέρες μας είναι και η επιλογή πολλών ζευγαριών να τεκνοποιήσουν σε μεγαλύτερες αναπαραγωγικά ηλικίες. Δυστυχώς, όσον αφορά τις γυναίκες, η επιλογή αυτή οδηγεί σε ελλειμματική ανταπόκριση των ωοθηκών. Μειωμένη ανταπόκριση των ωοθηκών μπορεί να συναντηθεί και σε αρκετές περιπτώσεις γυναικών μικρότερης αναπαραγωγικής ηλικίας. Αναπόφευκτα
Η εξωσωματική γονιμοποίηση σε φυσικό κύκλο είναι εκείνη η μέθοδος της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στην οποία υποβάλλεται μια γυναίκα που δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να λάβει φάρμακα προκειμένου να επιτευχθεί πολλαπλή ωοθυλακιογένεση. Ένδειξη για εξωσωματική γονιμοποίηση σε φυσικό κύκλο έχουν οι γυναίκες εκείνες που ανεξαρτήτως ηλικίας, ακόμη και με τη χορήγηση ισχυρής ορμονικής διέγερσης παρουσιάζουν
Στην αιτιολογία της γυναικείας υπογονιμότητας εμπλέκονται διάφοροι γενικοί παράγοντες (όπως η ηλικία, τα προηγούμενα βαριά νοσήματα, η ανεπαρκής θρέψη και σπανιότερα ο ψυχολογικός παράγοντας ή το συγκινησιακό stress). Τα καθοριστικά όμως προβλήματα όταν αναφερόμαστε σε γυναικεία υπογονιμότητα περιλαμβάνουν κυρίως τον ενδοκρινικό και τον σαλπιγγικό παράγοντα και σε μικρότερο βαθμό τον τραχηλικό παράγοντα. Ο όρος ενδοκρινικός